Ἱππόλυτος

Ἱππόλυτος
Ἱππόλυτος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱππόλυτος — letting horses loose masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιππόλυτος — ο μυθικός ήρωας της Τροιζήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φλαντρέν, Ιππόλυτος — (Flandrin, Λιόν 1809 – Ρώμη 1864). Γάλλος ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Ενγκρ, την τεχνοτροπία του οποίου μιμήθηκε. Το 1832 πήγε στη Ρώμη, όπου έζησε πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων τιμήθηκε με το Βραβείο της Ρώμης. Εκεί δέχτηκε επίσης την… …   Dictionary of Greek

  • ἱππόλυτον — ἱππόλυτος letting horses loose masc/fem acc sg ἱππόλυτος letting horses loose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππολύτοιο — Ἱππόλυτος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππολύτοιο — ἱππόλυτος letting horses loose masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππολύτου — Ἱππόλυτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππολύτου — ἱππόλυτος letting horses loose masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππολύτῳ — Ἱππόλυτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”